ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ...ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΜΕ.. Του πολίτη Π.Λ.Παπαγαρυφάλλου Ο Επίκουρος, το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ζ. Ρουσσώ και οι Μαρξ-Ένγκελς Του πολίτη Π.Λ. Παπαγαρυφάλλου (Με αφορμή το άρθρο του Χρήστου Γ. Μαλτέζου για τον Επίκουρο) Όπως είναι γνωστό στη θεωρία των πολιτικών επιστημών, επικράτησε η άποψη ότι ο Γαλλοελβετός φιλόσοφος Ζ.Ζ. Ρουσσώ (1712-1778) είναι ο θεμελιωτής του περίφημου Κοινωνικού Συμβολαίου το οποίο ανέπτυξε με ιδιαίτερη έκδοσή του (βλ. π.χ. το ομότιτλο έργο του, που εκδόθηκε στη Θες/νίκη το 1978 από τις εκδ. «Γ. Σφακιανάκη»). Αυτή την άποψη είχε και ο γράφων για πολλές δεκαετίες έως ότου ξαναδιαβάζοντας με περισσότερη επιμέλεια τους Μαρξ-Ένγκελς, στάθηκε σε τούτη τη φράση τους, η οποία ανατρέπει την πιο πάνω υιοθετηθείσα άποψη. Γράφουν: «Στον Επίκουρο βρίσκομε για πρώτη φορά την ιδέα μιας σύμβασης που δένει αμοιβαία τους ανθρώπους, ένα κοινωνικό συμβόλαιο (συνθήκη) που να χρησιμεύει για θεμέλιο στην Πολιτεία» (βλ. τομ. Α’, εκδ. «Αναγνωστίδη» Αθήνα Χ.Χ σελ. 156 όλες οι υπογραμμίσεις του γράφοντος). Το πόσο δίκαιο είχαν οι συγγραφείς της «Γερμανικής Ιδεολογίας» είναι και ετούτα τα γραφόμενα από τον Επίκουρο στο «Περί Δικαιοσύνης και Κοινωνικών Σχέσεων» Κεφάλαιο: «Το δίκαιο που πηγάζει από τη φύση είναι σύμβαση προς το κοινό συμφέρον, που έχει σκοπό να μην βλάπτουν και να μη βλάπτονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Δεν υφίσταται ούτε δίκαιο ούτε άδικο για όσα πλάσματα δεν μπόρεσαν να συνάψουν συνθήκες, ώστε να μη βλάπτουν το ένα το άλλο και να μην βλάπτονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν να συνάψουν συνθήκες … Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι καθ’ αυτό, αλλά είναι μια συνθήκη ανάμεσα στους ανθρώπους, να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο και να μη βλάπτονται στις συναναστροφές τους σε οποιοδήποτε τόπο και χρόνο». Σε άλλα σημεία της διδασκαλίας του, ο ιδρυτής του Κήπου, που ήταν το φιλοσοφικό εργαστήριο στις παρυφές των Αθηνών, δίδασκε ότι: «Το Κοινωνικό Συμβόλαιο» θα δημιουργούσε ένα ανώτερο ηθικό και πολιτικό αίτημα για ένα άλλο κόσμο» και ότι «οι νόμοι υπάρχουν όχι για να μην αδικούν οι σοφοί αλλά για να μην αδικούνται», προσθέτοντας πως «οι σοφοί δεν αδικούν και οι βλάβες που προξενούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, το φθόνο ή στην περιφρόνηση». Αυτά λοιπόν, και πολλά άλλα για την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας δίδασκε ο Επίκουρος στον Κήπο και «αυτή η επικούρεια παιδεία (αγωγή)», γράφει ο βιογράφος του Γ. Ζωγραφίδης, «συνιστούσε τον τρόπο ζωής της κοινότητας των επικουρείων όπου συνάπτονταν σχέσεις στηριζόμενες στη φιλία, η οποία αποτελούσε την κατ’ εξοχήν αρετή ανάμεσά τους» (βλ. Γ. Ζωγραφίδη: «Επίκουρος-Ηθική. Η θεωρία της ψυχής, εκδ. «Το Βήμα», Αθήνα 2015, (σελ. 163, 39-40, 430-431. Όλες οι υπογραμμίσεις του γράφοντος). Απ’ όλα αυτά – και όχι μόνο- προκύπτει ότι πρώτος ο Επίκουρος διατύπωσε τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου και αυτό το γνώριζαν οι συγγραφείς της Γερμανικής Ιδεολογίας (Μαρξ – Ένγκελς) και γι’ αυτό δεν αναφέρθηκαν στον Ζ. Ρουσώ, ο οποίος είχε προηγηθεί απ’ αυτούς μερικές δεκαετίες και συνεπώς δεν είχαν κανένα λόγο να προτάξουν τον Επίκουρο σ’ αυτό το ζήτημα. Δεν γνωρίζω αν ο Ρουσώ αντέγραψε τον Επίκουρο – όπως συχνά συμβαίνει με μεγάλους φιλοσόφους οι οποίοι συλλαμβάνονται να αντιγράφουν τους αρχαίους Έλληνες χωρίς να αναφέρουν τις πηγές τους – αναγνωρίζω ότι ο Κ. Μαρξ γνώριζε άριστα Αρχαία Ελληνικά και ήταν βαθύς γνώστης όχι μόνο της αρχαιοελληνικής γραμματείας γενικά αλλά και της φιλοσοφίας ειδικότερα. Το γεγονός αυτό συνάγεται απ’ αυτή τούτη τη διδακτορική του διατριβή την οποία κατέθεσε το 1841 σε Γερμανικό πανεπιστήμιο η οποία είχε τον τίτλο: «Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» (εκδόθηκε στην Αθήνα το 1983 από τις εκδόσεις «Γνώση»). Μάλιστα ως μόττο της διατριβής του είχε τούτη τη ρήση του Σάμιου φιλοσόφου Επίκουρου (341-270 π.χ.): «Δεν είναι ασεβής εκείνος που απορρίπτει τη γνώμη του πλήθους για τους θεούς, αλλά εκείνος που δέχεται τη γνώμη του πλήθους για τους θεούς» (βλ. Κ. Μαρξ: «Κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χένγκελ», εκδ. «Αναγνωστίδη», Αθήνα χ.χ, σελ. 85). Να σημειωθεί ακόμη ότι ο Μαρξ, στη διατριβή του αυτή παραθέτει και ένα τετράστιχο από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, γράφοντας: «ο Προμηθέας είναι ο πιο ευγενικός από τους αγίους και μάρτυρες στο ημερολόγιο της φιλοσοφίας» (βλέπε οπ.π. σελ. 86). Των πραγμάτων ούτως εχόντων θα πρέπει να πω ως προς το ότι ο Μαρξ γνώριζε περισσότερα για την αρχαιοελληνική γραμματεία από τον Ρουσώ και ότι συνεπώς η επί του προκειμένου γνώμη του βαρύνει περισσότερο ως προς την καταγωγή του Κοινωνικού Συμβολαίου. Όμως, μια και ο λόγος για την απόρριψη της γνώμης των πολλών, από τον Επίκουρο, για τους θεούς – την οποία ασπάστηκε και ο Μαρξ – πρέπει να σημειώσω παρεμβατικά ότι μ’ αυτή του την αποδοχή ο θεμελιωτής της κοσμοθεωρίας του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, δεν έδινε και τόση μεγάλη σημασία σ’ αυτούς, τους πολλούς, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι έδινε το ιστορικό προβάδισμα στις μάζες ως προς την πορεία του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, πράγμα το οποίο δεν είναι απόλυτα σωστό (Για το ρόλο των μαζών και της προσωπικότητας στην ιστορία βλ. το έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία», εκδ. «Πελασγός» - Γιάννης Γιαννάκενας – Αθήνα 2013, σελ. 334 – 390, όπου τα κεφάλαια: «Μάζες, προσωπικότητα, αληθινοί πολίτες» και «Η μαρξική αντίφαση για το ρόλο των μαζών και της προσωπικότητας στην ιστορία»). Μ’ αυτή την ευκαιρία επεκτείνω την καταγραφή των φιλοσοφικών απόψεων του Επίκουρου, όπως τις καταγράφει ο βιογράφος του Γ. Ζωγραφίδης, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως φιλόσοφο της σαφήνειας και της νοηματικής ακρίβειας, όπερ σημαίνει ότι ο Σάμιος φιλόσοφος υπήρξε από τους πρώτους αντιλαϊκιστές, αφού τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα δρουν εναντίον του λαϊκισμού (βλ. το έργο μου: «ο Λαϊκισμός στην Ελλάδα», εκδ. «Έργο», Αθήνα 2002 σελ. 139 – 146, όπου το Κεφάλαιο: «Ο ανούσιος λόγος»). Από τον βιογράφο του, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι ο Επίκουρος, ως μαθητής, διάγοντας το 14 έτος της ηλικίας του, στο μάθημα της κοσμογονίας, ακούγοντας τον δάσκαλο να λέει: «Όλα έγιναν από το χάος: πρώτα η γη και μετά οι θεοί», οπότε θέτει το ερώτημα: «και το Χάος πως έγινε; Και τι υπήρχε πριν από το Χάος;» Ο δάσκαλος του απαντά: «Καλή η ερώτηση αλλά που να σου εξηγήσω…Για περισσότερα, ειδικοί είναι οι φιλόσοφοι». Έτσι, ξεκίνησε ο πρώιμος φιλοσοφικός στοχασμός του Επίκουρου και αυτές οι αναπάντητες ερωτήσεις του εφήβου μαθητή υπήρξε ο καμβάς πάνω στον οποίο στοχάστηκε ο μετέπειτα φιλόσοφος (βλ. Γ. Ζωγραφίδη : σελ. 43). Ώστε λοιπόν, εξ απαλών ονύχων ο Επίκουρος αναζήτησε την αλήθεια των πραγμάτων, των όντων και της επιστήμης, γεγονός το οποίο ο Δρ. Χημείας, Χρήστος Γ. Μαλτέζος απέδωσε με το άρθρο του, το οποίο είχε ως τίτλο: «Ο Επίκουρος κατά της ψευδοεπιστήμης», παραθέτοντας και τούτη την άποψη του φιλοσόφου: «Δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση με αξιώματα κενά περιεχομένου και αυθαίρετους νόμους». Ο εν λόγω αρθρογράφος θα προσθέσει και τούτη την άποψη του Επίκουρου: «Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν γελοία τις λέξεις δίνοντάς τους οποιοδήποτε άλλο νόημα εκτός από αυτό που έχουν, συμπίπτοντας με τον προηγηθέντα Θουκιδίδη (460 – 396 π.χ.), ο οποίος διατύπωσε τη γνωστή αφοριστική του άποψη: «Οι άνθρωποι για να δικαιολογούν τις αίσχιστες πράξεις τους μετατρέπουν το νόημα των λέξεων» (βιβλίον Γ’ 82.10). Πρόκειται γι’ αυτό ακριβώς, το οποίο ο Χρήστος Γ. Μαλτέζος χαρακτηρίζει ως «μασκάρεμα της ψευδοεπιστήμης», η οποία χρησιμοποιεί τις γενικές και αφηρημένες λέξεις «πιθανότητα, αβεβαιότητα, σχετικότητα, έτσι ώστε να αφήνουν περιθώρια για υποθέσεις». Θα έλεγε κανείς ότι εδώ ανακύπτει το πελώριο και θανάσιμο πρόβλημα του λαϊκισμού τον οποίον πρώτος καταπολέμησε ο Επίκουρος απαιτώντας σαφήνεια και κριτική σκέψη στον εκφερόμενο ή διατυπωμένο λόγο, όπως αυτά τα ανέδειξε ο Διογένης Λαέρτιος (Γ’ αιώνα μ.χ.) στο έργο του: «φιλοσόφων Βίοι», γράφοντας: «Επίκουρος εν τω περί ρητορικής αξίας μηδέν άλλο ή σαφήνεια απαιτεί». Για τον λόγο αυτό, ο φιλόσοφος της σαφήνειας και πολέμιος του λαϊκισμού, ασκούσε δριμύτατη κριτική κατά των Σοφιστών οι οποίοι «μιλούν σε πανηγυρικές εκδηλώσεις χωρίς να καταφέρνουν να καταλάβουν ούτε αυτά που λένε οι ίδιοι», (βλ. Γ. Ζωγραφίδη, οπ.π. σελ. 237 και 243). Πρόκειται για τον διαβόητο λαϊκισμό ή την κατά τον Αριστοτέλη ασέλγεια των δημαγωγών, την οποία όλοι οι πολιτικάντηδες εξορκίζουν αλλά πιστά τον εφαρμόζουν, όπως αυτό το αντιδημοκρατικό και αντικοινωνικό φαινόμενο το αναδεικνύω στο έργο μου: «Ο Λαϊκισμός στην Ελλάδα», (εκδ. «Έργο», Αθήνα 2002). Εκεί καταγράφονται και ερμηνεύονται τα συστατικά στοιχεία του Λαϊκισμού: Ασάφεια, θολούρα, ξύλινος λόγος, αδολεσχία, κ.τ.λ. με την παράθεση ντοκουμέντων που αποδεικνύουν ως αρχιλαϊκιστή τον Ανδρέα Παπανδρέου, που τον ακολούθησε όλο το ΠΑΣΟΚ. Εκεί παρατίθενται και στοιχεία ειδικής έρευνας, η οποία παραθέτει ακαταλαβίστικο πολιτικό λόγο από ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ – νυν φυλακισμένα για μίζες - , ο οποίος «είχε την ικανότητα να μιλά για ώρες χωρίς να λέει τίποτα» (βλ. «Ελευθεροτυπία», της 12-11-1993 ή το παραπάνω έργο μου σελ. 143). Πρόκειται για μια εθνοκτόνο και λαοκτόνο πολιτική μέθοδο, η οποία δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αληθινή έννοια του πολίτη, όπως αυτός προσδιορίστηκε από τον Αριστοτέλη, ως «μετέχοντα κρίσεως και αρχής» («πολιτικά», Γ’ 1275). Πρόκειται για τον Πολίτη – Οπλίτη, όπως αυτός είχε σφυρηλατηθεί μέσα από την καθημερινή του ενεργό συμμετοχή στα δρώμενα της Πολιτείας μιλώντας στην Πνύκα. Πρόκειται για τον Πολίτη, και όχι τον σημερινό Κοπρίτη, του οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι ο σαφής, θαρραλέος και τσεκουράτος λόγος όπως τον στιχούργησε η λογοτέχνιδα Ελευθερία Παπαγαρυφάλλου, στον «Ύμνο του Πολίτη» που λέει και τα εξής: «Πολίτη, ψυχή της πολιτείας και κινητήρια δύναμη της Ιστορίας, Ο λόγος σου να είναι τσεκουράτος, σαν αστροπελέκι, φωτιά και φως γεμάτος. Κόκκαλα να τσακίζει, γερά θεμέλια να χτίζει. Ο θολός λαϊκισμός τη σκέψη σου να μη νοθεύει. Τον καθάριο λόγο η γλώσσα πάντα να γυρεύει. Μην ξεχνάς πως ο λόγος ο αληθινός μεταμορφώνει τον κόσμο και τον σπρώχνει εμπρός, γίνεται οδηγός και φως.» (Συντάχθηκε για την Πρώτη «Κίνηση Ενεργών Πολιτών», και πρωτοδημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» της 5-3-1993 και αναδημοσίευση στην ποιητική της συλλογή: «Σκόρπιες Εικόνες», εκδ. «Πολιτικά Θέματα», Αθήνα 2004, σελ. 122). Επανέρχομαι στον Χρήστο Γ. Μαλτέζο, ο οποίος αναδιπλώνοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό και τον κρυστάλλινο λόγο του Επίκουρου μας παραθέτει μια από τις θεμελιώδεις σκέψεις του, που είναι η κριτική, υποδεικνύοντας ότι: «Άλλη ελπίδα δεν υπάρχει παρά να μπορείς να ξεχωρίζεις και να κρίνεις τα ψεύδη από τις αλήθειες και να αντιλαμβάνεσαι ποια είναι τα κίβδηλα και ποια τα άξια και ανόθευτα, όπως οι αργυραμοιβοί». Ο Χρήστος Μαλτέζος ερμηνεύοντας – πολύ ορθά – αυτή την επικούρεια θέση, γράφει και τα εξής: «Η κριτική σκέψη είναι βασικό στοιχείο της Επιστήμης, που όμως λείπει από την ψευδοεπιστήμη», προσθέτοντας ότι: «Η αληθινή κριτική χαρακτηρίζεται από αδιάσειστα, ποιοτικά στοιχεία, όπως τη σαφήνεια, την ακρίβεια, την πιστότητα, τη συνέπεια, την ορθή απόδειξη». Στο θεμελιώδες ζήτημα της Κριτικής ο Επίκουρος συμπορεύεται τόσο με τον Αριστοτέλη που επιζητούσε από τον πολίτη να χρησιμοποιήσει την κριτική σκέψη, όσο και με τον Πλάτωνα, ο οποίος θεωρούσε την κριτική ως υψίστη ατομική και κοινωνική λειτουργία, γράφοντας στον «Σοφιστή», ότι «όποιος δεν δέχεται την κριτική είναι κακόμορφος, απαίδευτος και ακάθαρτος» (βλ. «Σοφιστής» εκδ. «Ζαχαρόπουλος», Αθήνα 1940, σελ. 227) Πρόκειται για ένα πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο το οποίο συνεπάγεται δυσμενείς επιπτώσεις στις διαχρονικές εξουσίες, οι οποίες δεν στέργουν στην άσκηση κριτικής επιδιώκοντας κατά κανόνα τους επαίνους (βλ. το άρθρα μου: «Η αξία της κριτικής στα Κόμματα», στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», της 26-2-1992). Όμως η αληθινή συμμετοχή στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, γράφει ο αείμνηστος Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Βλάχος «προϋποθέτει το απόλυτο δικαίωμα ελεύθερης κρίσεως, επικρίσεως και αμφισβητήσεως» (βλ. το έργο του «Η πολιτική σκέψη στην αρχαία Κίνα», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα 1977, σελ. 131). Πρόκειται για ουσιαστικά λειτουργικά στοιχεία του ανθρώπου και ιδιαιτέρως του αληθινού πολίτη, που θα πρέπει να αρνείται να μετατρέπεται σε δοχείο υποδοχής άκριτων ιδεών και αποφάσεων. Πρόκειται για ένα πανάρχαιο φαινόμενο το οποίο προκαλεί τον σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στον ισχυρό και τον αδύνατο, ανάμεσα στην εξουσία και τον πολίτη, γιατί η άσκηση κριτικής, η μετά παρρησίας διατύπωσης γνώμης έχει δυσμενείς συνέπειες, αφού, όπως έλεγε και ο εκ των πρωταγωνιστών του διαφωτισμού Βολταίρος: «Η άσκηση κριτικής δημιουργεί πολλούς εχθρούς» (βλ. το άρθρο μου: «Ο ηρωισμός της γνώμης», στο μηνιαίο περιοδικό «Ηλιαία» του Σεπτεμβρίου 2005 και αναδημοσίευση στο έργο μου: «Κριτικά Κείμενα», εκδ. «Πελασγός» - Γιάννης Γιαννάκενας, Αθήνα 2012, σελ. 51-57). Μπορούμε να πούμε ότι ο Επίκουρος πολέμησε την ψευδοεπιστήμη κάνοντας χρήση της κριτικής και της εμπειρίας, στοιχεία που συνιστούν την Επικούρεια φιλοσοφία, τα οποία αναδεικνύει ο Χρήστος Γ. Μαλτέζος στο κείμενό του: «Ο Επίκουρος κατά της ψευδοεπιστήμης» (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: «Ο Κήπος του Επίκουρου», τεύχος Η’). Πόσοι και πόσοι Έλληνες και αλλοδαποί φιλόσοφοι δεν άντλησαν διδάγματα από τον Σάμιο φιλόσοφο που δίδασκε ότι «από τα αισθητά φαινόμενα πρέπει να καταλήγουμε σε συμπεράσματα για τα αόρατα» (βλ. το άρθρο του Χρήστου Γ. Μαλτέζου) Το αντιεπιστημονικό είναι ότι αρκετοί από αυτούς δεν μνημονεύουν τις πηγές τους. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Επίκουρος κατατάσσεται ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους οι οποίοι υπήρξαν θεμελιωτές της αισθησιαρχίας ως αρχικής πηγής των γνώσεων. Αξίζει να σημειωθεί και το γεγονός ότι ο Μαρξ θα γράψει γι’ αυτόν: «Ο Επίκουρος είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας διαφωτιστής και υλιστής φιλόσοφος, συνεχιστής του Δημόκριτου» προσθέτοντας: «Ο Επίκουρος και ιδιαίτερα ο οπαδός του Λουκρίτιος επέδρασαν πολύ στην ανάπτυξη του υλισμού του 17ου και 18ου αιώνα» (βλ. «Φιλοσοφικό Λεξικό» των Ρόζενταλ –Γιουντίν, πρώτη έκδοση Μόσχα 1945 και επανέκδοση στην Αθήνα από «Γιάννη Οικονόμου», 1956). Στο ίδιο λεξικό αναφέρονται και οι υλιστές – αισθησιοκράτες: όπως ο Τ. Λοκ (1632 – 1704), ο οποίος θεωρείται εκπρόσωπος του Βρετανικού εμπειρισμού (βλ. π.χ. το έργο του: «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση», εκδόσεις «Αναγνωστίδη», Αθήνα χ.χ. και τον Σκοτσέζο Ν.Τ. Χιουμ (1711 – 1776), του οποίου το έργο υπό τον τίτλο: «Ο άνθρωπος και η εμπειρία», εκδόθηκε από τις ίδιες εκδόσεις χ.χ.). Είναι προφανέστατο ότι οι εν λόγω υλιστές – εμπειριστές φιλόσοφοι είχαν υπόψη τους τα έργα του Επίκουρου χωρίς να τα αναφέρουν, Συνηθισμένο φαινόμενο. Καταλήγοντας προσθέτω δυο ακόμη ενδιαφέροντα σημεία από τη διδασκαλία του Επίκουρου. Το πρώτο αφορά την περί ηθικής διδασκαλία του, στην οποία, αυτός ο υλιστής δίδασκε την απλότητα, την εγκράτεια και την λιτότητα, την οποία εφάρμοζε στον εαυτό του. Έγραφε: «Μου αρκεί λίγο νερό και μια φέτα τυρί με ψωμί» (βλ. Γ. Ζωγραφίδη, οπ.π. σελ. 97) Το δεύτερο σημείο αφορά τη διδασκαλία του για την μετά θάνατον ζωή, για την οποία ως γνήσιος υλιστής δίδασκε: «μετά θάνατο ζωή δεν υπάρχει γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, και αυτό που δεν αισθάνεται δεν είναι τίποτα για μας» (βλ. Ζωγραφίδη, οπ.π. σελ. 3). Αυτά διδάσκει η αισθησιαρχία, έστω κι’ αν στενοχωρεί τους αντιθέτως φρονούντες. Τελειώνω με τούτη τη φιλοσοφική ρήση του Κ. Τσάτσου για τα εγκόσμια: «Μου μιλάτε για τις ζωντανές ψυχές των νεκρών, αλλά εγώ σας μιλώ για τις νεκρές ψυχές των ζωντανών». Πόση αλήθεια δεν κρύβουν αυτά τα λόγια για τη σημερινή απάθεια των Ελλήνων που υφίστανται τόσα και τόσα δεινά και παραμένουν γονατισμένοι. Δευτέρα, 13 Νοεμβρίου 2017

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου