ΕΝΑ ΑΙΩΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΤΥΡΑΝΝΙΕΣ.. Ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά; Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμε κλαδιά, να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για τη πικρή σκλαβιά; Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς; Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή. Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και να ‘σαι στη σκλαβιά; στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ’ ώραν στην φωτιά. Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής. Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη, κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη. Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ να ιδής. Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί, σκοτώθηκαν κι’ αγάδες, με άδικον σπαθί. Κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι και Τούρκοι και Ρωμιοί, ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή. Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν, να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν. Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν. Οι νόμοι ναν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός, και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός. Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά, να ζούμε σαν θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά. Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν. (Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον όρκον.) Όρκος Κατά Τυραννίας & Αναρχίας Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε, στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ. Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ, εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ. Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός. Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν, αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν. Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός, και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός. Το Τέλος Του Όρκου Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά, για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά. Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη, στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί. Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή, Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί, πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή. Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά. Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν. Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές, τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές. Ως ποτ’ οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς; έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής. Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί. Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί, αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί. Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν, εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν. Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά; Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί, κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή. Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια, και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά. Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί, με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή, Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν, μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν. Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί, ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή. Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί, χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί. Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών, σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν. Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά, καιρός ειν’ της πατριδος, ν’ ακούστε την λαλιά. Κι οσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά, οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά. Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί, κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή. Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί, ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή. Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός; τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός. Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς, με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς. Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί, Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί. Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν. Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν, τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν. Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής. Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής, στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής. Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά, δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά. Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή, για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί. Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή, χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή. Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά, να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά. Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν, και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν. Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός, καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός. Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή, πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί. Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί; ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί. Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά, για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά. Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά. Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν. Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός, και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός. Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή, κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

ΕΠΙΚΑΙΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του κεφάλαιο Ε΄9 στις & 10-29 στο βιβλίο του- Αριστοτέλους Πολιτεία- γράφει για το τι επιδιώκουν οι τύραννοι όταν έχουν την εξουσία. Α) Να ταπεινώσουν το φρόνημα των πολιτών, διότι ο μικρόψυχος δεν δύναται να επιβουλευθεί κανέναν. Β) Να μη έχουν οι πολίτες εμπιστοσύνη προς αλλήλους, διότι δεν καταλύεται η τυραννία, εάν δεν αποκτήσουν οι πολίτες εμπιστοσύνη μεταξύ τους, για το λόγο αυτό καταδιώκουν ως επικίνδυνους έγκριτους πολίτες και Γ) Η τυραννία επιδιώκει την εξασθένηση των πολιτών, καθόσον κανείς εξασθενημένος δεν επιδιώκει τα αδύνατα, και φυσικά ούτε και την κατάλυση της τυραννίας, όταν μάλιστα δεν υπάρχει η απαιτούμενη προς τούτο δύναμη και συνεχίζει: Είς ούς μεν ούν όρους ανάγεται τα βουλήματα των τυράννων, ούτοι τρείς τυγχάνουσιν όντες. Πάντα γαρ αναγάγοι τις αν τα τυραννικά προς ταύτας τας υποθέσεις, τα μεν όπως μη πιστεύωσιν αλλήλοις , τα δ’ όπως μη δύνωνται , τα δ΄όπως μικρόν φρονώσιν.Ο μεν ούν τρόπος δι΄ού γίγνεται σωτηρία ταις τυραννίσι τοιούτος έστιν. Έτσι οι σκέψεις των τυράννων περιορίζονται εις αυτά τα τρία κεφάλαια. , διότι όλες τις ενέργειες των τυράννων μπορεί κάποιος να τις κατατάξει σε αυτές τις τρείς βασικές αρχές: ήτοι στο να μη έχουν εμπιστοσύνη μεταξύ τους οι πολίτες, στο να μη αποκτούν την απαιτούμενη δύναμη και στο να έχουν πάντοτε μικρό και ταπεινό το φρόνημα. Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη μέθοδος για διατήρηση της τυραννίας. Μήπως στη σημερινή εποχή της άκρατης δημοκρατίας οι ομοιότητες με τα τυραννικά πολιτεύματα είναι ακριβώς οι ίδιες; Μήπως οι κοινοβουλευτικοί μας αντιπρόσωποι λειτουργούν με το πνεύμα των τυράννων προκειμένου να διατηρούν τα προνόμια και την εξουσία τους, όπως έκαναν και στο παρελθόν όλοι οι τύραννοι; Μήπως τις τρείς βασικές αρχές, εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών, εξασθένηση – φτωχοποίηση και ταπεινό φρόνημα τις κάνουν πράξη σε όλα τα δημοκρατικά δήθεν πολιτεύματα; Μήπως η δημοκρατία έχει μετατραπεί σε τυραννία; Αυτά για σήμερα αγαπητοί μου συμπολίτες…. Όσοι καταλάβαμε, καταλάβαμε, οι υπόλοιποι που δεν καταλάβανε, ας τρέξουν να ενταχθούν στο νέο πολίτευμα της τυραννικής δημοκρατίας, γιατί και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους έχουν χάσει και έχουν εξασθενήσει και το φρόνημά τους έχουν απολέσει. Αυτοί οι συμπολίτες μας που δεν κατάλαβαν τίποτα από τα παραπάνω, θα συνεχίσουν ως οι κύριοι υποστηρικτές και βαστάζοι των νέων τυράννων, και με τη θέλησή τους θα μετατρέπουν τη δημοκρατία σε τυραννία..AIΓΙΝΑ 23-3-2017..

ΑΝΕΒΑΣΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΦΤΙΑΞΩ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ...ΤΟ ΕΚΛΕΨΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΦΙΛΗΣ...ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ.. 13 λεπτά · ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΥΣ Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή κόψ' τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: "σώπα". Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!" Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι; που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: "κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ....σώπα!" Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, "Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρείς το μπελά σου, σώπα". Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι "Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα" Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά , η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα". Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε: "Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα" Μπορεί να μην είχαμε με δ' αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα. Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα". και μαζευτήκαμε πολλοί μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή! Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Ευκολα , μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα". Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν' την να σωπάσει. Κόψ' την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς, χωρίς να μιλάς να λές "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς" Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς. και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς. Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ'την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμησεις Κόψε τη γλώσσά σου. Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου, γιατί νομίζω πως θα' ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο, με έναν ψιθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λεει: ΜΙΛΑ!.... Συγκλονιστικό / διαχρονικό ποίημα του Αζίζ Νεσίν.